πλαδαρός

πλαδαρός
πλαδαρός
moist
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πλαδαρός — ή, ό / πλαδαρός, ά, όν, ΝΜΑ (ιδίως για τα σαρκώδη μέλη τού σώματος) χαλαρός, μαλακός, άτονος (α. «πλαδαροί μαστοί» β. «πλαδαραὶ σάρκες», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. (κυρίως για ύφος λόγου) ο στερούμενος εσωτερικής συνοχής και λογικής αλληλουχίας 2.… …   Dictionary of Greek

  • πλαδαρός — ή, ό χαλαρός, μαλακός: Πλαδαρές σάρκες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλαδαρά — πλαδαρός moist neut nom/voc/acc pl πλαδαρά̱ , πλαδαρός moist fem nom/voc/acc dual πλαδαρά̱ , πλαδαρός moist fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαδαρώτερον — πλαδαρός moist adverbial comp πλαδαρός moist masc acc comp sg πλαδαρός moist neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαδαρῶν — πλαδαρός moist fem gen pl πλαδαρός moist masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαδαρόν — πλαδαρός moist masc acc sg πλαδαρός moist neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαδαραῖς — πλαδαρός moist fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαδαραί — πλαδαρός moist fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαδαροῖς — πλαδαρός moist masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαδαροῖσι — πλαδαρός moist masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”